- ψυλλοφαγωμένος
- η , ο замеченный блохами;
§ κάλλιο ψυλλοφαγωμένος παρά λυκοφαγωμένος — погов, лучше пусть блохи заедят, чем волки съедят; — из двух зол выбирают меньшее
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κάλλιο ψυλλοφαγωμένος παρά λυκοφαγωμένος — погов, лучше пусть блохи заедят, чем волки съедят; — из двух зол выбирают меньшее
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυλλοφαγωμένος — η, ο, Ν 1. κατατσιμπημένος από ψύλλους 2. παροιμ. «κάλλιο ψυλλοφαγωμένος παρά λυκοφαγωμένος» δηλώνει ότι από δύο κακά το λιγότερο οδυνηρό είναι προτιμότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + φαγωμένος] … Dictionary of Greek